Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μάτη
μάτημι1
μάτημι2
μάτην
ματήρ
ματία
ματιζω
ματιολοιχός
μάτιον
μάτος
ματραδελφεός
ματρυλεῖον
μάτρυλλος
μάτρως
ματταβεῖ
ματτυάζω
ματτύη
ματτυοκόπης
μαῦδι
μαῦλις
μαυλιστής
View word page
ματραδελφεός
ματραδελφεός
,
ματρο-δόκος
,
μᾰτεύ-ξενος
,
ματρόθεν
,
ματρυιά
, Dor. etc. for
μητρ-
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ματραδελφεός
Headword (normalized):
ματραδελφεός
Headword (normalized/stripped):
ματραδελφεος
IDX:
65242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65243
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ματραδελφεός</span>, <span class="orth greek">ματρο-δόκος</span>, <span class="orth greek">μᾰτεύ-ξενος</span>, <span class="orth greek">ματρόθεν</span>, <span class="orth greek">ματρυιά</span>, Dor. etc. for <span class="foreign greek">μητρ-</span>.</div><br><br>'}