Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ματαιουργός
ματαιόφημος
ματαιοφρονέω
ματαιοφροσύνη
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
μάταν
ματακὸς
ματάω
ματευτής
ματεύω
μάτη
μάτημι1
μάτημι2
μάτην
ματήρ
ματία
ματιζω
View word page
ματακὸς
ματακὸς ἢ ματακόν, Hsch. μάταξα, ,
A). v. μέταξα . μάταρος· στέφανος μεμαρασμένος, Id. (fort. μαδαρός).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ματακὸς
Headword (normalized):
ματακὸς
Headword (normalized/stripped):
ματακος
IDX:
65228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ματακὸς ἢ ματακόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μάταξα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέταξα</span> . <span class="orth greek">μάταρος·</span> <span class="foreign greek">στέφανος μεμαρασμένος</span>, Id. (fort. <span class="foreign greek">μαδαρός</span>).</div> </div><br><br>'}