Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ματαιότης
ματαιουργός
ματαιόφημος
ματαιοφρονέω
ματαιοφροσύνη
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
μάταν
ματακὸς
ματάω
ματευτής
ματεύω
μάτη
μάτημι1
μάτημι2
μάτην
ματήρ
ματία
View word page
μάταν
μάταν
, Adv., Dor. for
μάτην
.
II).
μάταν·
ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μάταν
Headword (normalized):
μάταν
Headword (normalized/stripped):
ματαν
IDX:
65227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65228
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μάταν</span>, Adv., Dor. for <span class="foreign greek">μάτην</span>. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> <span class="orth greek">μάταν·</span> <span class="foreign greek">ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ</span> </div> </div><br><br>'}