Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ματαιοσύνη
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιουργός
ματαιόφημος
ματαιοφρονέω
ματαιοφροσύνη
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
μάταν
ματακὸς
ματάω
ματευτής
ματεύω
μάτη
μάτημι1
μάτημι2
View word page
ματαιόφωνος
μᾰταιό-φωνος, ον,
A). talking idly, Hsch. s.v. μαψίφωνος .


ShortDef

talking idly

Debugging

Headword:
ματαιόφωνος
Headword (normalized):
ματαιόφωνος
Headword (normalized/stripped):
ματαιοφωνος
IDX:
65224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65225
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰταιό-φωνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">talking idly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μαψίφωνος</span> .</div> </div><br><br>'}