Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ματαιοπραγέω
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιοσύνη
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιουργός
ματαιόφημος
ματαιοφρονέω
ματαιοφροσύνη
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
μάταν
ματακὸς
ματάω
ματευτής
ματεύω
View word page
ματαιοφροσύνη
μᾰταιο-φροσύνη,
A). = κενοφροσύνη , Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ματαιοφροσύνη
Headword (normalized):
ματαιοφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
ματαιοφροσυνη
IDX:
65221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65222
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰταιο-φροσύνη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κενοφροσύνη</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}