Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπραγέω
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιοσύνη
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιουργός
ματαιόφημος
ματαιοφρονέω
ματαιοφροσύνη
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
μάταν
ματακὸς
ματάω
View word page
ματαιόφημος
μᾰταιό-φημος
,
ον
,
A).
=
ματαιολόγος
, Phot. s.v.
λῆρος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ματαιόφημος
Headword (normalized):
ματαιόφημος
Headword (normalized/stripped):
ματαιοφημος
IDX:
65219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65220
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰταιό-φημος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ματαιολόγος</span> , Phot. s.v. <span class="ref greek">λῆρος</span> .</div> </div><br><br>'}