Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπραγέω
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιοσύνη
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιουργός
ματαιόφημος
ματαιοφρονέω
ματαιοφροσύνη
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
ματαϊσμός
μάταν
ματακὸς
View word page
ματαιουργός
μᾰταιουργός, όν,
A). = ματαιοποιός , Ph. 2.98 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ματαιουργός
Headword (normalized):
ματαιουργός
Headword (normalized/stripped):
ματαιουργος
IDX:
65218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65219
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰταιουργός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ματαιοποιός</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:98" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.98/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.98 </a>.</div> </div><br><br>'}