Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ματαιομοχθέω
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπραγέω
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιοσύνη
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιουργός
ματαιόφημος
ματαιοφρονέω
ματαιοφροσύνη
ματαιόφρων
ματαιοφωνία
ματαιόφωνος
ματαιόω
View word page
ματαιότεκνος
μᾰταιό-τεκνος, ον,
A). having illegitimate children, gloss on ἀλιτόκαρπος , Hsch., EM 65.15 .


ShortDef

having illegitimate children

Debugging

Headword:
ματαιότεκνος
Headword (normalized):
ματαιότεκνος
Headword (normalized/stripped):
ματαιοτεκνος
IDX:
65215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65216
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰταιό-τεκνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having illegitimate children</span>, gloss on <span class="ref greek">ἀλιτόκαρπος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 65.15 </span>.</div> </div><br><br>'}