Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιοκοπία
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιολοιχός
ματαιομοχθέω
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπραγέω
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιοσύνη
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
ματαιότης
ματαιουργός
View word page
ματαιοπόνημα
μᾰταιο-πόνημα, ατος, τό,
A). work done in vain, Iamb. VP 5.24 .


ShortDef

work done in vain

Debugging

Headword:
ματαιοπόνημα
Headword (normalized):
ματαιοπόνημα
Headword (normalized/stripped):
ματαιοπονημα
IDX:
65208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰταιο-πόνημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">work done in vain</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg001:5:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg001:5.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VP</span> 5.24 </a>.</div> </div><br><br>'}