Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ματᾴζω
ματαιάζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιοκοπία
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιολοιχός
ματαιομοχθέω
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπραγέω
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιοσύνη
ματαιότεκνος
ματαιοτεχνία
View word page
ματαιοποιός
μᾰταιο-ποιός, όν,
A). acting foolishly, Ath. 5.179f .


ShortDef

acting foolishly

Debugging

Headword:
ματαιοποιός
Headword (normalized):
ματαιοποιός
Headword (normalized/stripped):
ματαιοποιος
IDX:
65206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65207
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰταιο-ποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">acting foolishly</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:5:179f" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:5.179f/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 5.179f </a>.</div> </div><br><br>'}