Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μασχαλιστήρ
μασχαλόν
ματᾴζω
ματαιάζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιοκοπία
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιολοιχός
ματαιομοχθέω
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
ματαιοπραγέω
ματαιοπώγων
μάταιος
ματαιοσύνη
View word page
ματαιολοιχός
μᾰταιο-λοιχός,
A). v. ματιολοιχός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ματαιολοιχός
Headword (normalized):
ματαιολοιχός
Headword (normalized/stripped):
ματαιολοιχος
IDX:
65204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰταιο-λοιχός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ματιολοιχός</span> .</div> </div><br><br>'}