Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίς
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
μασχαλόν
ματᾴζω
ματαιάζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιοκοπία
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιολοιχός
ματαιομοχθέω
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
ματαιοπόνημα
View word page
ματαιοβαστάκτης
μᾰταιο-βαστάκτης,
A). nugigerulus, Gloss.


ShortDef

nugigerulus

Debugging

Headword:
ματαιοβαστάκτης
Headword (normalized):
ματαιοβαστάκτης
Headword (normalized/stripped):
ματαιοβαστακτης
IDX:
65198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65199
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰταιο-βαστάκτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">nugigerulus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}