Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μασχαλέον
μασχάλη
μασχαλήττει
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίς
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
μασχαλόν
ματᾴζω
ματαιάζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιοκοπία
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιολοιχός
ματαιομοχθέω
View word page
μασχαλόν
μασχαλ-όν· τὸν χιτῶνα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μασχαλόν
Headword (normalized):
μασχαλόν
Headword (normalized/stripped):
μασχαλον
IDX:
65195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65196
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μασχαλ-όν·</span> <span class="foreign greek">τὸν χιτῶνα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}