Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαστροπώδης
μαστρός
μαστροφός
μαστρυλλεῖον
μάστρυς
μαστύς
μαστώδης
μασύντης
μασχαλέον
μασχάλη
μασχαλήττει
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίς
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
μασχαλόν
ματᾴζω
ματαιάζω
View word page
μασχαλήττει
μασχαλ-ήττει·
ὑπὸ κόλπον καὶ ὑπὸ μάλην φέρει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μασχαλήττει
Headword (normalized):
μασχαλήττει
Headword (normalized/stripped):
μασχαληττει
IDX:
65187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65188
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μασχαλ-ήττει·</span> <span class="foreign greek">ὑπὸ κόλπον καὶ ὑπὸ μάλην φέρει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}