Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαστροπίς
μαστροπός
μαστροπώδης
μαστρός
μαστροφός
μαστρυλλεῖον
μάστρυς
μαστύς
μαστώδης
μασύντης
μασχαλέον
μασχάλη
μασχαλήττει
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίς
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
μασχαλόν
View word page
μασχαλέον
μασχαλέον· κάνεον, πίναξ, Hsch.; cf. μασχάλιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μασχαλέον
Headword (normalized):
μασχαλέον
Headword (normalized/stripped):
μασχαλεον
IDX:
65185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μασχαλέον·</span> <span class="foreign greek">κάνεον, πίναξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μασχάλιον</span>.</div><br><br>'}