Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπίς
μαστροπός
μαστροπώδης
μαστρός
μαστροφός
μαστρυλλεῖον
μάστρυς
μαστύς
μαστώδης
μασύντης
μασχαλέον
μασχάλη
μασχαλήττει
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίς
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
View word page
μαστώδης
μαστώδης
,
ες
,
A).
=
μαστοειδής
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαστώδης
Headword (normalized):
μαστώδης
Headword (normalized/stripped):
μαστωδης
IDX:
65183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65184
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαστώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μαστοειδής</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}