Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαστρεία
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπίς
μαστροπός
μαστροπώδης
μαστρός
μαστροφός
μαστρυλλεῖον
μάστρυς
μαστύς
μαστώδης
μασύντης
μασχαλέον
μασχάλη
μασχαλήττει
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
View word page
μαστρυλλεῖον
μαστρ-υλλεῖον, μαστρ-ύλλιον, f.ll. for ματρυλεῖον (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαστρυλλεῖον
Headword (normalized):
μαστρυλλεῖον
Headword (normalized/stripped):
μαστρυλλειον
IDX:
65180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65181
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαστρ-υλλεῖον</span>, <span class="orth greek">μαστρ-ύλλιον</span>, f.ll. for <span class="foreign greek">ματρυλεῖον</span> (q.v.).</div><br><br>'}