Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαστός
μαστρεία
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπίς
μαστροπός
μαστροπώδης
μαστρός
μαστροφός
μαστρυλλεῖον
μάστρυς
μαστύς
μαστώδης
μασύντης
μασχαλέον
μασχάλη
μασχαλήττει
μασχαλιαία
μασχαλίζω
View word page
μαστροφός
μαστρ-οφός, ,
A). = μαστροπός , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαστροφός
Headword (normalized):
μαστροφός
Headword (normalized/stripped):
μαστροφος
IDX:
65179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65180
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαστρ-οφός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μαστροπός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}