Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μάστιξ
μάστις
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστιχηρά
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδεσμος
μαστόδετον
μαστοειδής
μαστός
μαστρεία
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπίς
μαστροπός
View word page
μαστόδεσμος
μαστό-δεσμος
,
ὁ
, = sq.,
Gal.
18(1).774
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαστόδεσμος
Headword (normalized):
μαστόδεσμος
Headword (normalized/stripped):
μαστοδεσμος
IDX:
65166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65167
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαστό-δεσμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).774 </span>.</div><br><br>'}