Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαστίκτειρα
μαστίκτωρ
μαστίον
μάστιξ
μάστις
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστιχηρά
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδεσμος
μαστόδετον
μαστοειδής
μαστός
μαστρεία
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
View word page
μαστιχηρά
μαστῐχ-ηρά (sc. ἔμπλαστρος), , a plaster, Aët. 15.15 (a) Z.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαστιχηρά
Headword (normalized):
μαστιχηρά
Headword (normalized/stripped):
μαστιχηρα
IDX:
65163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65164
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαστῐχ-ηρά</span> (sc. <span class="foreign greek">ἔμπλαστρος</span>), <span class="gen greek">ἡ</span>, a plaster, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg015:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg015:15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 15.15 </a>(a) Z.</div><br><br>'}