Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαστιγωτικός
μαστίζω
μαστίκτειρα
μαστίκτωρ
μαστίον
μάστιξ
μάστις
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστιχηρά
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδεσμος
μαστόδετον
μαστοειδής
μαστός
μαστρεία
μαστρικός
View word page
μαστιχέλαιον
μαστῐχ-έλαιον
,
τό
,
A).
mastich-oil
,
Dsc.
1.42
(in lemmate).
ShortDef
mastich-oil
Debugging
Headword:
μαστιχέλαιον
Headword (normalized):
μαστιχέλαιον
Headword (normalized/stripped):
μαστιχελαιον
IDX:
65161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65162
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαστῐχ-έλαιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mastich-oil</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.42 </span> (in lemmate).</div> </div><br><br>'}