Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαστιγονομέομαι
μαστιγονόμος
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστιγωτικός
μαστίζω
μαστίκτειρα
μαστίκτωρ
μαστίον
μάστιξ
μάστις
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστιχηρά
View word page
μαστίκτειρα
μαστ-ίκτειρα, ,
A). v. μάστειρα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαστίκτειρα
Headword (normalized):
μαστίκτειρα
Headword (normalized/stripped):
μαστικτειρα
IDX:
65153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65154
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαστ-ίκτειρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μάστειρα</span> .</div> </div><br><br>'}