Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιάω
μαστιγέω
μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγονόμος
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστιγωτικός
μαστίζω
μαστίκτειρα
μαστίκτωρ
View word page
μαστιγονόμος
μαστῑγο-νόμος, ον,
A). = μαστιγοφόρος , Plu. 2.553a .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαστιγονόμος
Headword (normalized):
μαστιγονόμος
Headword (normalized/stripped):
μαστιγονομος
IDX:
65144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαστῑγο-νόμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μαστιγοφόρος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.553a </span>.</div> </div><br><br>'}