Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαστεία
μάστειρα
μαστείω
μάστευσις
μαστευτέον
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιάω
μαστιγέω
μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγονόμος
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
View word page
μαστιγέω
μαστῑγ-έω,
A). f.l. for μαστιγόω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαστιγέω
Headword (normalized):
μαστιγέω
Headword (normalized/stripped):
μαστιγεω
IDX:
65138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαστῑγ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">μαστιγόω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}