Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μάσδασνος
μάσημα
μάσησις
μασητά
μασητήρ
μάσθλημα
μάσθλης
μασθλήτινος
μασθός
μασθωτόν
μασῐ
μασίγδουπος
μασκαύλης
μάσκη
μάσμα
μασουάφιον
μασουχᾶς
μάσπετον
μᾶσσαι
Μασσαλία
μασσάομαι
View word page
μασῐ
μᾰσῐ-, intens. Prefix (like ἐρι-); cf. μαί.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μασῐ
Headword (normalized):
μασῐ
Headword (normalized/stripped):
μασι
IDX:
65108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰσῐ-</span>, intens. Prefix (like <span class="foreign greek">ἐρι-</span>); cf. <span class="foreign greek">μαί</span>.</div><br><br>'}