Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαρτυρία
μαρτύριον
μαρτυρογράφιον
μαρτύρομαι
μαρτυροποιέω
μαρτυροποίημα
μαρτυροποίησις
μαρτυροποιΐα
μάρτυρος
μάρτυς
μαρυκάομαι
Μάρων
μαρώνη
μασάομαι
μάσασθαι
μάσδασνος
μάσημα
μάσησις
μασητά
μασητήρ
μάσθλημα
View word page
μαρυκάομαι
μᾱρυκ-άομαι, μᾱρυκ-ισμός, Dor. for μηρυκ-. μᾱρύομαι, Dor. for μηρύομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαρυκάομαι
Headword (normalized):
μαρυκάομαι
Headword (normalized/stripped):
μαρυκαομαι
IDX:
65093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65094
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾱρυκ-άομαι</span>, <span class="orth greek">μᾱρυκ-ισμός</span>, Dor. for <span class="itype greek">μηρυκ</span>-. <span class="orth greek">μᾱρύομαι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">μηρύομαι</span>.</div><br><br>'}