Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαρμαίρω
μάρμαρ
μαρμαράριος
μαρμάρειος
μαρμάρεος
μαρμαρεργατέω
μαρμαρίζω
μαρμαρικός
μαρμάρινος
μαρμαρῖτις
μαρμαρογλύπτης
μαρμαρογλυφία
μαρμαρόεις
μαρμαροκονία
μάρμαρον
μαρμαροποιός
μαρμαρόπτερος
μάρμαρος
μαρμαρουργός
μαρμαροφεγγής
μαρμαρόω
View word page
μαρμαρογλύπτης
μαρμᾰρο-γλύπτης
,
ου
,
ὁ
, =
A).
marmorum sculptor,
Gloss.
ShortDef
marmorum sculptor
Debugging
Headword:
μαρμαρογλύπτης
Headword (normalized):
μαρμαρογλύπτης
Headword (normalized/stripped):
μαρμαρογλυπτης
IDX:
65046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65047
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαρμᾰρο-γλύπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">marmorum sculptor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}