Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαρίλη
μαρίλιον
μαριλοκαύτης
μαριλοπότης
μαρίν
μαρῖνος
μάρις
μαρίσκος
μαρίω
μαρμαίρω
μάρμαρ
μαρμαράριος
μαρμάρειος
μαρμάρεος
μαρμαρεργατέω
μαρμαρίζω
μαρμαρικός
μαρμάρινος
μαρμαρῖτις
μαρμαρογλύπτης
μαρμαρογλυφία
View word page
μάρμαρ
μάρμαρ· στερεόν, Hsch. μαρμάραι· αἱ τῷ ἐρυθροδάνῳ βεβαμμέναι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάρμαρ
Headword (normalized):
μάρμαρ
Headword (normalized/stripped):
μαρμαρ
IDX:
65037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μάρμαρ·</span> <span class="foreign greek">στερεόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μαρμάραι·</span> <span class="foreign greek">αἱ τῷ ἐρυθροδάνῳ βεβαμμέναι</span>, Id.</div><br><br>'}