Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαρήγει
Μαριανδυνία
Μαριανδυνίζω
μαριεύς
μαρικᾶς
μαριλευτής
μαρίλη
μαρίλιον
μαριλοκαύτης
μαριλοπότης
μαρίν
μαρῖνος
μάρις
μαρίσκος
μαρίω
μαρμαίρω
μάρμαρ
μαρμαράριος
μαρμάρειος
μαρμάρεος
μαρμαρεργατέω
View word page
μαρίν
μαρίν· τὴν σῦν (Cret.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαρίν
Headword (normalized):
μαρίν
Headword (normalized/stripped):
μαριν
IDX:
65031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαρίν·</span> <span class="foreign greek">τὴν σῦν</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}