Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μάργος
μαργοσύνη
μαργότης
μάρδος
Μάρεια
Μαρεῶτις
Μαρεώτης
μάρη
μαρήγει
Μαριανδυνία
Μαριανδυνίζω
μαριεύς
μαρικᾶς
μαριλευτής
μαρίλη
μαρίλιον
μαριλοκαύτης
μαριλοπότης
μαρίν
μαρῖνος
μάρις
View word page
Μαριανδυνίζω
Μᾰρῐαν-δῡνίζω,
A). = εἰρωνεύω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Μαριανδυνίζω
Headword (normalized):
μαριανδυνίζω
Headword (normalized/stripped):
μαριανδυνιζω
IDX:
65023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65024
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Μᾰρῐαν-δῡνίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εἰρωνεύω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}