Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μαργιτομανής
μαργόομαι
μάργος
μαργοσύνη
μαργότης
μάρδος
Μάρεια
Μαρεῶτις
Μαρεώτης
μάρη
μαρήγει
Μαριανδυνία
Μαριανδυνίζω
μαριεύς
μαρικᾶς
μαριλευτής
μαρίλη
μαρίλιον
μαριλοκαύτης
μαριλοπότης
μαρίν
View word page
μαρήγει
μαρήγει· λαμβάνει, Hsch. μαρηγηλλᾷ· ἀμφιπονεῖ, στραγγεύεται, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαρήγει
Headword (normalized):
μαρήγει
Headword (normalized/stripped):
μαρηγει
IDX:
65021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαρήγει·</span> <span class="foreign greek">λαμβάνει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μαρηγηλλᾷ·</span> <span class="foreign greek">ἀμφιπονεῖ, στραγγεύεται</span>, Id.</div><br><br>'}