Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαρασμός
μαρασμώδης
μαράσσαι
μαράσσω
μαραυγέω
μαραυγία
μαργαίνω
μαργαρίδης
μαργαρίς
μαργαρίσκον
μαργαριτάριον
μαργαρίτης
μαργαρογονία
μάργαρον
μάργαρος
μαργάς
μαργάω
μαργήεις
μάργηλις
μάργης
Μαργιτεία
View word page
μαργαριτάριον
μαργᾰρ-ῑτάριον, τό,
A). small pearl, PHolm. 2.37 (pl.).


ShortDef

small pearl

Debugging

Headword:
μαργαριτάριον
Headword (normalized):
μαργαριτάριον
Headword (normalized/stripped):
μαργαριταριον
IDX:
64999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65000
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαργᾰρ-ῑτάριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">small pearl,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PHolm.</span> 2.37 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}