Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μάραον
μαρασμός
μαρασμώδης
μαράσσαι
μαράσσω
μαραυγέω
μαραυγία
μαργαίνω
μαργαρίδης
μαργαρίς
μαργαρίσκον
μαργαριτάριον
μαργαρίτης
μαργαρογονία
μάργαρον
μάργαρος
μαργάς
μαργάω
μαργήεις
μάργηλις
μάργης
View word page
μαργαρίσκον
μαργᾰρ-ίσκον· πινακίσκον, Hsch.; cf. μαγαρίσκος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαργαρίσκον
Headword (normalized):
μαργαρίσκον
Headword (normalized/stripped):
μαργαρισκον
IDX:
64998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαργᾰρ-ίσκον·</span> <span class="foreign greek">πινακίσκον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μαγαρίσκος</span>.</div><br><br>'}