μάρανσις
μάραν-σις [μᾰ],,
A). causing to die away, μ. πυρός, opp. σβέσις, Juv. 469b22 , cf. Resp. 474b20 ; of the sun's action on wind, Mete. 361b21 .
II). dying or fading away, ib. 372b19 (pl.); μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπειν Pr. 871b17 ; διὰ μαράνσεως καὶ λήθης Abst. 1.32 .