Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μάραγνα
μάραγοι
μαραθίς
μαραθίτης
μαραθοειδής
μάραθον
μάραθρον
Μαραθών
Μαραθωνομάχης
μαραίνω
μαραίπους
μαρὰν
μάρανσις
μαραντικός
Μαράξας
μάραον
μαρασμός
μαρασμώδης
μαράσσαι
μαράσσω
μαραυγέω
View word page
μαραίπους
μαραίπους· μεμαρασμένος τοὺς πόδας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαραίπους
Headword (normalized):
μαραίπους
Headword (normalized/stripped):
μαραιπους
IDX:
64983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64984
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαραίπους·</span> <span class="foreign greek">μεμαρασμένος τοὺς πόδας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}