Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαντεύτρια
μαντηΐη
μαντιάρχης
μαντικός
μαντίλη
μαντίον
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντιχώρας
μάντοι
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μάνυ
μανύω
μανώδης
μάνωσις
μανωτικός
μάξεινος
μάομαι
View word page
μάντοι
μάντοι, Dor. for μέντοι, IG 42(1).121.38 (Epid., iv B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάντοι
Headword (normalized):
μάντοι
Headword (normalized/stripped):
μαντοι
IDX:
64958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64959
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μάντοι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">μέντοι</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 42(1).121.38 </span> (Epid., iv B.C.).</div><br><br>'}