Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαντευτός
μαντεύτρια
μαντηΐη
μαντιάρχης
μαντικός
μαντίλη
μαντίον
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντιχώρας
μάντοι
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μάνυ
μανύω
μανώδης
μάνωσις
μανωτικός
μάξεινος
View word page
μαντιχώρας
μαντῐχώρας, ου, ,
A). v. μαρτιχόρας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαντιχώρας
Headword (normalized):
μαντιχώρας
Headword (normalized/stripped):
μαντιχωρας
IDX:
64957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64958
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαντῐχώρας</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μαρτιχόρας</span> .</div> </div><br><br>'}