Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτής
μαντευτικός
μαντευτός
μαντεύτρια
μαντηΐη
μαντιάρχης
μαντικός
μαντίλη
μαντίον
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντιχώρας
μάντοι
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μάνυ
View word page
μαντίλη
μαντίλη [ῐ],, f.l., perh. for Μαντίας, Pl.Com. 185 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαντίλη
Headword (normalized):
μαντίλη
Headword (normalized/stripped):
μαντιλη
IDX:
64952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64953
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαντίλη</span> [<span class="foreign greek">ῐ],</span>, f.l., perh. for <span class="foreign greek">Μαντίας</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0497.tlg001:185" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0497.tlg001:185/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.Com.</span> 185 </a>.</div><br><br>'}