μαντευτός
μαντ-ευτός, ή, όν,
A). foretold by an oracle, γόνος Ion 1209 ; prescribed by an oracle, ἐθύετο τῷ Διί, ὅσπερ αὐτῷ μαντευτὸς ἦν An. 6.1.22 ; μ. ἱερά Ath. 54.6 ; λουτρά Her. 2.18 ; μ. λόγοι, group of orations by Aristides, Or. 37(2) tit., Men.Rh. p.344