Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μανδύα
μανδυοειδής
Μανερῶς
μάνη
μάνης
μανθάνω
μανία1
μανία2
μανιάκης
μανιακός
μάνιαξ
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανίον
μανιοποιέω
μανιοποιός
μανιουργέω
μανιώδης
View word page
μάνιαξ
μᾰ/νι-αξ,
A). = μανιάκης , ib.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάνιαξ
Headword (normalized):
μάνιαξ
Headword (normalized/stripped):
μανιαξ
IDX:
64914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64915
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰ/νι-αξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μανιάκης</span> , ib.</div> </div><br><br>'}