Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μάνδρευμα
μανδύα
μανδυοειδής
Μανερῶς
μάνη
μάνης
μανθάνω
μανία1
μανία2
μανιάκης
μανιακός
μάνιαξ
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανίον
μανιοποιέω
μανιοποιός
μανιουργέω
View word page
μανιακός
μᾰνι-ακός
,
ή
,
όν
,
A).
=
μαινόμενος
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μανιακός
Headword (normalized):
μανιακός
Headword (normalized/stripped):
μανιακος
IDX:
64913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64914
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰνι-ακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μαινόμενος</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}