Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαμμῷος
μαμωνᾶς
μάν
μανάκιν
μανάκις
μανάσιος
μαναύεται
μανδάκης
μάνδαλος
μανδήλη
μανδοτά
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μάνδρευμα
μανδύα
μανδυοειδής
Μανερῶς
μάνη
View word page
μανδοτά
μανδοτά· σημεῖα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μανδοτά
Headword (normalized):
μανδοτά
Headword (normalized/stripped):
μανδοτα
IDX:
64897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64898
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μανδοτά·</span> <span class="foreign greek">σημεῖα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}