Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαμμόθρεπτος
μαμμοπάτωρ
μάμμο
μαμμωνυμικῶς
μαμμῷος
μαμωνᾶς
μάν
μανάκιν
μανάκις
μανάσιος
μαναύεται
μανδάκης
μάνδαλος
μανδήλη
μανδοτά
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
μάνδρευμα
View word page
μαναύεται
μαναύεται·
παρέλκεται
(
παν
- cod.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαναύεται
Headword (normalized):
μαναύεται
Headword (normalized/stripped):
μαναυεται
IDX:
64893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64894
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαναύεται·</span> <span class="foreign greek">παρέλκεται </span>(<span class="itype greek">παν</span>- cod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}