Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαμμικός
μαμμόθρεπτος
μαμμοπάτωρ
μάμμο
μαμμωνυμικῶς
μαμμῷος
μαμωνᾶς
μάν
μανάκιν
μανάκις
μανάσιος
μαναύεται
μανδάκης
μάνδαλος
μανδήλη
μανδοτά
μάνδρα
μανδραγόρας
μανδραγοριζομένη
μανδραγορικός
μανδραγορίτης
View word page
μανάσιος
μανάσιος, , corn-measure at Elis, Schwyzer 419.5 (v/iv B. C.); cf. μνασίς, μνασίον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μανάσιος
Headword (normalized):
μανάσιος
Headword (normalized/stripped):
μανασιος
IDX:
64892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64893
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μανάσιος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, corn-measure at Elis, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Schwyzer</span> 419.5 </span> (v/iv B. C.); cf. <span class="foreign greek">μνασίς, μνασίον</span>.</div><br><br>'}