Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαμιρά
Μαμμάκυθος
μαμμᾶν
μάμματα
μάμμη
μαμμία
μαμμίδιον
μαμμικός
μαμμόθρεπτος
μαμμοπάτωρ
μάμμο
μαμμωνυμικῶς
μαμμῷος
μαμωνᾶς
μάν
μανάκιν
μανάκις
μανάσιος
μαναύεται
μανδάκης
μάνδαλος
View word page
μάμμο
μάμμο<*> οἰκέτης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάμμο
Headword (normalized):
μάμμο
Headword (normalized/stripped):
μαμμο
IDX:
64885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μάμμο&lt;*&gt;</span> <span class="foreign greek">οἰκέτης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}