Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μάλλυκες
μαλλωσις
μαλλωτάριον
μαλλωτός
μαλόβαθρον
μαλοπάραυος
μαλός
μαλός
μαλόω
μάματα
Μάμερσα
Μάμερτος
μαμιρά
Μαμμάκυθος
μαμμᾶν
μάμματα
μάμμη
μαμμία
μαμμίδιον
μαμμικός
μαμμόθρεπτος
View word page
Μάμερσα
Μάμερσα
,
ἡ
, old epith. of Athena,
Lyc.
1417
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Μάμερσα
Headword (normalized):
μάμερσα
Headword (normalized/stripped):
μαμερσα
IDX:
64873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64874
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Μάμερσα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, old epith. of Athena, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1417 </span>.</div><br><br>'}