Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαλκιάω
μάλκιος
μαλκίω
μαλκόν
μἀλλά
μαλλαθόντες
μαλλόδετος
μαλλοειδής
μᾶλλον
μαλλός
μάλλυκες
μαλλωσις
μαλλωτάριον
μαλλωτός
μαλόβαθρον
μαλοπάραυος
μαλός
μαλός
μαλόω
μάματα
Μάμερσα
View word page
μάλλυκες
μάλλυκες· τρίχες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάλλυκες
Headword (normalized):
μάλλυκες
Headword (normalized/stripped):
μαλλυκες
IDX:
64863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64864
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μάλλυκες·</span> <span class="foreign greek">τρίχες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}