Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαλιή
μαλιναθάλλη
μάλιον
μαλίρ
μάλκη
μαλκιάω
μάλκιος
μαλκίω
μαλκόν
μἀλλά
μαλλαθόντες
μαλλόδετος
μαλλοειδής
μᾶλλον
μαλλός
μάλλυκες
μαλλωσις
μαλλωτάριον
μαλλωτός
μαλόβαθρον
μαλοπάραυος
View word page
μαλλαθόντες
μαλλαθόντες· ἐσθίοντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαλλαθόντες
Headword (normalized):
μαλλαθόντες
Headword (normalized/stripped):
μαλλαθοντες
IDX:
64858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64859
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαλλαθόντες·</span> <span class="foreign greek">ἐσθίοντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}