Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαλιάω
μαλιεῖς
μαλιή
μαλιναθάλλη
μάλιον
μαλίρ
μάλκη
μαλκιάω
μάλκιος
μαλκίω
μαλκόν
μἀλλά
μαλλαθόντες
μαλλόδετος
μαλλοειδής
μᾶλλον
μαλλός
μάλλυκες
μαλλωσις
μαλλωτάριον
μαλλωτός
View word page
μαλκόν
μαλκόν,
A). v. μάλκιος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαλκόν
Headword (normalized):
μαλκόν
Headword (normalized/stripped):
μαλκον
IDX:
64856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64857
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαλκόν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μάλκιος</span> .</div> </div><br><br>'}