Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαλθακόφωνος
μαλθακτήριον
μαλθακτικός
μαλθακύνω
μαλθακώδης
μάλθαξις
μαλθάσσω
μάλθη
μαλθώδης
μάλθων
μάλιαν
μαλιασις
μαλιασμός
μαλιάω
μαλιεῖς
μαλιή
μαλιναθάλλη
μάλιον
μαλίρ
μάλκη
μαλκιάω
View word page
μάλιαν
μάλιαν·
εὔφημον, ἥσυχον, πραεῖαν
,
Hsch.
; cf.
μαλιωτέρα
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μάλιαν
Headword (normalized):
μάλιαν
Headword (normalized/stripped):
μαλιαν
IDX:
64843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64844
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μάλιαν·</span> <span class="foreign greek">εὔφημον, ἥσυχον, πραεῖαν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μαλιωτέρα</span>.</div><br><br>'}